κωμοδρόμος

κωμοδρόμος
ο (AM κωμοδρόμος)
αυτός που γυρίζει από κώμη σε κώμη
νεοελλ.-μσν.
(στην Κύπρο) σιδηρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο-δρόμος, σταδιο-δρόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Cypriot Greek — This article is about the modern Greek dialect of Cyprus. For the ancient Greek dialect, see Arcadocypriot. History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) …   Wikipedia

  • κωμοδρομία — κωμοδρομία, ἡ (Μ) [κωμοδρόμος] το να περιφέρεται κάποιος από κώμη σε κώμη …   Dictionary of Greek

  • κωμοδρομώ — κωμοδρομῶ, έω (AM) [κωμοδρόμος] γυρίζω από κώμη σε κώμη («ἀνεφάνη τις ἐκ τῆς Ἰταλῶν χώρας κωμοδρομῶν», Μαλαλ. Ι.) …   Dictionary of Greek

  • κώμη — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νομού, 43 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεβιδίου. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”